φῶρος

φῶρος
φῶρος
detecter
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φώρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που εξιχνιάζει ή ανακαλύπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Πρόκειται πιθ. για τ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς] …   Dictionary of Greek

  • φωρός — φώρ thief masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώρ — φωρός, ὁ, Α 1. κλέφτης 2. είδος μέλισσας 3. φρ. «φωρῶν λιμήν» (στα χρόνια τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά τού Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • φώρων — φῶρος detecter masc gen pl φωράω search after a thief imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φωράω search after a thief imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …   Dictionary of Greek

  • περίφωρος — ον, Α αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωρος (< φώρ, ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό φωρος, κατά φωρος] …   Dictionary of Greek

  • Onychophora —   Onychophora Typhloperipatus …   Wikipedia Español

  • αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ευπερίφωρος — εὐπερίφωρος, ον (Α) αυτός που φανερώνεται, εύκολα, που αποκαλύπτεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί φωρος «αποκαλυπτόμενος»] …   Dictionary of Greek

  • ιεροφωρώ — ἱεροφωρῶ, έω (Α) επιγρ. ἱεροσυλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωρώ (< φωρος < φωρ «κλέπτης»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”